- σχολάσει
- σχολάζωto have leisureaor subj act 3rd sg (epic)σχολάζωto have leisurefut ind mid 2nd sgσχολάζωto have leisurefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασχόλαστος — και ασκόλαστος, η, ο [σχολάζω] 1. αυτός που δεν έχει σχολάσει ή που δεν έχει τελειώσει την εργασία του 2. ασταμάτητος, αδιάκοπος … Dictionary of Greek